- εὔκλωνος
- εὔκλωνος, ον,A with fine twigs,
πενταπέτηλον Androm.
ap. Gal.14.40.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πενταπέτηλον Androm.
ap. Gal.14.40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εύκλωνος — εὔκλωνος, ον (Α) αυτός που έχει ωραίους κλώνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κλωνος (< κλων «κλαδί»), πρβλ. μονό κλωνος, πολύ κλωνος] … Dictionary of Greek
εὔκλωνον — εὔκλωνος with fine twigs masc/fem acc sg εὔκλωνος with fine twigs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεὔκλωνον — εὔκλωνον , εὔκλωνος with fine twigs masc/fem acc sg εὔκλωνον , εὔκλωνος with fine twigs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλώνος — Βλ. λ. κλάδος. * * * ὁ (AM κλών, ωνός, Μ και κλώνος) κλάδος, κλωνάρι («οὔπω χοάς ποτ οὐδὲ κλῶνα μυρσίνης», Ευρ.) νεοελλ. βιολ. πληθυσμός γενετικά ταυτόσημων πολυκύτταρων ή μονοκύτταρων οργανισμών που προήλθε αρχικά από ένα μόνο άτομο με αγενείς… … Dictionary of Greek